- τάπερ
- το, Νάκλ. πλαστικό δοχείο με σκέπασμα κατάλληλο για τη διατήρηση ή τη μεταφορά τροφίμων, πλαστικό κλειδοπίνακο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. taper, ονομ. εταιρείας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τάπερ — τά , ὁ lentil neut acc pl τά , ὁ lentil neut nom/voc/acc pl τά̱ , ὁ lentil fem acc dual τά̱ , ὁ lentil fem nom/voc/acc dual τά , τίς neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ACHILLEA — I. ACHILLEA alias Achillis, idos, Achillis cursus, peninsula est non procul ab ostiô Borysthenis, ad formam gladii in transversum porrecta, ab exercitatione Achillis nomen habens. Dionysius Perieg. Ταῦροι θ᾿ οἱ ναίουϚιν Α᾿χιλλῆος δρόμον αἰπυν´.… … Hofmann J. Lexicon universale
διδακτική ποίηση — Ποιητικό είδος που πρωτοεμφανίστηκε στην αρχαιότητα και πραγματεύτηκε θέματα τεχνικού ή επιστημονικού περιεχομένου. Οι απαρχές της δ.π., όπως και της επικής, ήταν θρησκευτικές. Ασχολήθηκε με ποικίλα θέματα και είτε αποσκοπούσε στην ηθική… … Dictionary of Greek